περιπνευμονικός

περιπνευμονικός
και περιπλευμονικός -ή, -όν, Α [περιπνευμονία / περιπλευμονία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιπνευμονία
2. αυτός που πάσχει από περιπνευμονία.
επίρρ...
περιπνευμονικῶς και περιπλευμονικῶς Α
με περιπνευμονία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”